Η συμμαχία των βαλκανικών κρατών εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατέστη δυνατή μόνον το 1912. Η αρχική βάση της προσέγγισης οφείλεται στη ρωσική επιθυμία να ευνοήσει την παγίωση ενός σερβο – βουλγαρικού άξονα, ως δύναμης ανάσχεσης της γερμανικής και αυστρο – ουγγρικής διείσδυσης στα Βαλκάνια. Φαινομενικά η συνθήκη Σόφιας – Βελιγραδίου ήταν αμυντική, αλλά το απόρρητο «ειδικό παράρτημα» προέβλεπε εμπλοκή με την Τουρκία και ρυθμίσεις για τη διανομή της Μακεδονίας. Η Ελλάδα είχε πλέον δύο επιλογές: Ή να δημιουργήσει έναν αντίρροπο άξονα που ήταν εξαιρετικά δύσκολο την περίοδο εκείνη ή να συμπράξει με τους Σλάβους γείτονες της. Ο Βενιζέλος επέλεξε το δεύτερο, υλοποιώντας μια πολιτική που είχε συλλάβει παλαιότερα.

Οι επιχειρήσεις εστιάστηκαν σε τρία σημεία: καταρχήν στη διάσπαση της αμυντικής γραμμής του Σαρανταπόρου, που θα επέτρεπε την άμεση διείσδυση στη Μακεδονία, μετά στην υπέρβαση των ποταμιών της κεντρικής Μακεδονίας, που θα επέτρεπε τη γρήγορη προέλαση στη Θεσσαλονίκη, τρίτον στη διάσπαση της άμυνας των Ιωαννίνων. Ο αγώνας δρόμου με το βουλγαρικό στρατό κερδήθηκε μετά τη νίκη στα Γιαννιτσά και η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε. Τα Ιωάννινα αντιστάθηκαν μάταια μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 1913.

Στο μεταξύ ο ελληνικός στόλος νίκησε τον τουρκικό σε δύο κρίσιμες ναυμαχίες που διεξήχθησαν στο βόρειο Αιγαίο: της «Έλλης» έξω από τα στενά του Ελλήσποντου και της Λήμνου λίγο νοτιότερα. Και στις δύο ο στρατηγικός στόχος ήταν ο ίδιος: ο τουρκικός στόλος δεν θα έπρεπε να βγει στο Αιγαίο. Η Τουρκία συνθηκολόγησε, όμως ο ειρηνικός διαμοιρασμός των εδαφών που απελευθερώθηκαν ήταν αδύνατος. Το καλοκαίρι του 1913 Έλληνες και Σέρβοι αντιμετώπισαν νικηφόρα τους Βούλγαρους σε μια σκληρή αναμέτρηση. Τα όρια της Ελλάδας έφτασαν στο Νέστο, αλλά η Ανατολική Μακεδονία έγινε το πεδίο φονικότατων μαχών και σκληρών αντιποίνων. Στο Βουκουρέστι, όπου υπογράφτηκε η ειρήνη, επιδικάστηκαν στην Ελλάδα η Κρήτη, η Ήπειρος, το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Ήταν πια μια μεγάλη Ελλάδα.