Η Κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία το 1939 ήταν η πρώτη ένδειξη για το στρατηγικό της προσανατολισμό και την απόφαση της να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας. Ο τορπιλισμός της «Έλλης» (15 Αυγούστου 1940) έκανε τις ενδείξεις βεβαιότητα. Την 28η Οκτωβρίου ζητήθηκε με τελεσίγραφο η στρατιωτική κατοχή της Ελλάδας ως εγγύηση της αιτούμενης ουδέτερης στάσης της προς την ήδη εμπόλεμη με την Ιταλία, Μεγάλη Βρετανία. Το αίτημα κρίθηκε απαράδεκτο από τον Ιωάννη Μεταξά, που κυβερνούσε δικτατορικά από το 1936, αλλά και από τον ελληνικό λαό. Οι εχθροπραξίες άρχισαν πριν καν ξημερώσει. Μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την εισβολή και να αποτρέψουν την κατάληψη των κομβικών οδικών σημείων που θα επέτρεπαν τη διείσδυση στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Ακολούθησε επίθεση σε όλους τους τομείς του μετώπου και απελευθέρωση πολλών ελληνικών πόλεων της Βορείου Ηπείρου μέσα σε βαριά κακοκαιρία.
Στο Ιόνιο Πέλαγος το υποβρύχιο «Παπανικολής» εκτέλεσε ριψοκίνδυνες αποστολές που κατέληξαν στη βύθιση ιταλικών μεταγωγικών. Στο τέλος του 1940 οι Ιταλοί βρίσκονταν 60 χλμ. Πίσω από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ακολούθησε η συντριβή της ιταλικής «εαρινής επίθεσης». Ο ανώτερος εξοπλισμός δεν στάθηκε ικανός να αλλάξει την ισορροπία ούτε οι αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις: 16 ελληνικές μεραρχίες ακινητοποίησαν 27 ιταλικές. Οι ελληνικές νίκες προκάλεσαν το γενικό θαυμασμό μέσα σε μια Ευρώπη, όπου η μοναδική ελεύθερη γη ήταν η βομβαρδισμένη Βρετανία.