Η ένοπλη αντίσταση εναντίον των δυνάμεων Κατοχής προήλθε από ένα συνδυασμό παραγόντων. Στην Ανατολική κυρίως αλλά και σε άλλα μέρη της Μακεδονίας επρόκειτο για αγώνα εναντίον του επιχειρούμενου εκβουλγαρισμού από πλευράς της Σόφιας. Λόγοι γενικότερης στρατηγικής επέτασσαν επίσης τη μεγαλύτερη δυνατή απασχόληση γερμανικών μονάδων, καθώς και την παρακώληση των δικτύων επικοινωνίας και εφοδιασμού τους.
Πολιτικές παρατάξεις προσδοκούσαν να επανεμφανιστούν δυναμικά στο προσκήνιο και να το καταλάβουν, αντλώντας ορμή από την αντιστασιακή δράση. Ο βασικότερος όμως παράγοντας ενεργοποίησης ήταν η αυθόρμητη διάθεση του ελληνικού λαού να αντισταθεί για να κερδίσει την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του. Οι πολεμικές επιχειρήσεις της Αντίστασης πήραν κυρίως τη μορφή της υπονόμευσης, με γνωστότερες επιχειρήσεις τις ανατινάξεις των γέφυρών του Γοργοπόταμου (Νοέμβριος 1942) και του Ασώπου (Ιούνιος 1943). Κατά δεύτερο λόγο περιλάμβαναν εμπλοκές με μονάδες των κατοχικών στρατών – κυρίως των Ιταλών- που αποσκοπούσαν στον αφοπλισμό τους ή στη συμβολική προσβολή τους και πολύ περισσότερο επιθέσεις εναντίον ενόπλων συνεργατών των εχθρών.
Σημαντική δράση ανέπτυξαν επίσης πλήθος κατασκοπευτικών δικτύων, που συνδέθηκαν με το συμμαχικό αγώνα και βοήθησαν τη διεκπεραίωση των εγκλωβισμένων στην Ελλάδα βρετανών στρατιωτών. Η ένοπλη αντίσταση σε εθνική κλίμακα κατάφερε να απελευθερώσει μέρος της ορεινής Ελλάδας αλλά και να οργανώσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στις πόλεις και τα χωριά. Κατάφερε να αποκαταστήσει το ηθικό και το μαχητικό φρόνημα ενός ολόκληρου λαού.